- οψαρτυτικη
- ὀψαρτυτικήὀψαρτῡτικήἥ (sc. τέχνη) поваренное искусство Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὀψαρτυτικῇ — ὀψαρτυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψαρτυτική — ὀψαρτυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής … Dictionary of Greek